ἐπισπορίην

ἐπισπορίην
ἐπισπορία
fem acc sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σπέρμα — (Βιολ.). Το έκκριμα των όρχεων του άνδρα. Βλ. λ. ουρογεννητικό σύστημα. * * * το, ΝΜΑ 1. σπόρος φυτού (α. «τα σπέρματα τών αγγειόσπερμων φυτών» β. «σπέρματα δάσσασθαι και ἐπισπορίην ἀλέασθαι», Ησίοδ.) 2. φυσιολογικό υγρό που αποτελείται από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”